Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὴν παρειάν

См. также в других словарях:

  • δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… …   Dictionary of Greek

  • ευώψ — εὐὼψ, ῶπος, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.) 2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» ευμενή βοήθεια, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωψ (< *ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»